Συναξαριστής |
26 Ιουνίου όνομα: ΔΑΒΙΔ (1) (Δαβίδ, Δαυίδ) |
Ο ΟΣΙΟΣ ΔΑΒΙΔ από τη Θεσσαλονίκη Ηταν από τη Θεσσαλονίκη και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Α' (527-565). Η ζωή του ήταν μια συνεχής φιλανθρωπία και εργασία για την πίστη του Χριστού. Όταν ήλθε η κατάλληλη ώρα, ο Δαβίδ μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έγινε αναχωρητής. Για τρία ολόκληρα χρόνια, κατοικούσε επάνω σ' ένα δένδρο. Εκεί, με τα λιοπύρια του καλοκαιριού και τις παγωνιές του χειμώνα, δουλαγωγούσε το σώμα του με άσκηση στην εγκράτεια και με προσευχή, απαγγέλλοντας στίχους του προφητάνακτος ομωνύμου του Δαβίδ: "Ώμοιώθην πελακάνι ερημικώ, εγενήθην ωσεί νυκτικόραξ εν οικοπέδω, ηγρύπνησα και εγενόμην ως στρουθίον μονάζον επί δώματος" (1) δηλαδή "Εγινα όμοιος με πελεκάνο, που περνά τις μέρες του στην έρημο. Κατάντησα σαν κλαυσοπούλι που κράζει κλαψιάρικα τη νύκτα σε ερειπωμένο σπίτι. Παρέμεινα άυπνος και έγινα σαν στρουθίο που έχασε το σύντροφο του και μένει μόνο στο ύψος της στέγης". Πράγματι, ο όσιος Δαβίδ με την αυστηρή άσκηση κατάφερε να υποτάξει σε μεγάλο βαθμό τα πάθη της σάρκας και να γίνει ένας ένσαρκος άγγελος. Γι' αυτό και οι Θεσσαλονικείς τον έκριναν σαν τον καταλληλότερο για αντιπρόσωπό τους στον Ιουστινιανό, από τον οποίο θα ζητούσαν έπαρχο για την πόλη τους. Στο γυρισμό, ο όσιος Δαβίδ παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Απολυτίκιο. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε. Ως φοίνιξ εξήνθησας, των αρετών τους καρπούς, ασκήσας ως άσαρκος, αμυγδαλής εν φυτώ, Δαβίδ Πάτερ Όσιε• Όθεν Θεσσαλονίκη, τοις οσίοις σου πόνοις, χάριν παρά Κυρίου, δαψιλή καρπουμένη, γεραίρει ως μεσίτην σε, θερμόν προς τον Κύριον. (1) Ψαλμός ρα' 7-8 |
τέλος παράθεσης |